σκέψεων

σκέψεων
σκέψεω̆ν , σκέψις
viewing
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • ακριβολογία — η (Α ἀκριβολογία) [ἀκριβολόγος] 1. ακριβής και σαφής διατύπωση σκέψεων με τον λόγο, κυριολεξία 2. λεπτομερής, εξονυχιστική έρευνα ή ανάλυση, λεπτολογία αρχ. φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • αμιμία — η Ιατρ. αδυναμία εκτέλεσης μιμικών κινήσεων (χειρονομιών, μορφασμών, νευμάτων για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων), η οποία οφείλεται σε βλάβη τής λεγόμενης εξωπυραμιδικής νευρικής κινητικής οδού, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο Πάρκινσον.… …   Dictionary of Greek

  • ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • εναίσθηση — η (ψυχολ.) η ψυχολογική αυταπάτη κατά την οποία τοποθετούμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας στα εξωτερικά αντικείμενα που τίς προκάλεσαν και ερμηνεύουμε την κατάσταση τών αντικειμένων αυτών ως εκδήλωση τών ψυχικών φαινομένων που υποθέτουμε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”